Η πρώτη πράξη, που συνθέτει τον πρόλογο αλλά και τον επίλογο του αφηγήματος, διαδραματίζεται ήδη από την είσοδο του θεατή στο χώρο. Η αρχική ψευδαίσθηση ηρεμίας και τάξης που επιτυγχάνεται από τα δυσδιάκριτα λόγω χρώματος αντικείμενα, αναιρείται γρήγορα με την βαθμιαία προσαρμογή του βλέμματος στο χώρο. Η εγκατάσταση αποτελείται από θραύσματα μελών σώματος από κούκλες, τεχνουργήματα, πορσελάνινα μπιμπελό, κομμάτια περίεργων κλουβιών, τραπεζιών και κτιρίων που αιωρούνται, υποβαστάζονται αλλά και διαπερνούνται από πλήθος μεταλλικών ελασμάτων. Φέρονται σαν να έχουν εξαναγκαστεί σε μια σχεδόν βίαιη διαδικασία αποδόμησης και ανασύνθεσης, ολοκληρώνοντας τη μεταφυσική υπόσταση των ετερόκλητων απεικονίσεων, εγείροντας ερωτήματα που αφορούν σε έννοιες όπως το φυσικό, το τεχνητό, το οικείο και το ξένο, η εμπειρία και η μνήμη. Η εγκατάσταση παραπέμπει σχεδόν σε ένα βάναυσο επιστημονικό πείραμα που έχει σκοπό να ερευνήσει τα επιμέρους στοιχεία και να δημιουργήσει καινούργιες κατασκευές.

Ο θεατής συνεχίζοντας την βιωματική του διαδρομή, καλείται να διαλέξει την πορεία που θα κινηθεί ανάμεσα σε δύο δωμάτια που συνεχίζουν την προβληματική του καλλιτέχνη για τη σχέση του ανθρώπου με την ηγεσία και την εξουσία...